βλαχιά

βλαχιά
η
1) (В) валахи, жители Валахии; 2) пастухи, скотоводы; 3) грубость, невоспитанность; неотёсанность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βλαχιά" в других словарях:

  • βλαχιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 140 μ., 210 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο εσωτερικό του ομώνυμου όρμου, στα παράλια του Αιγαίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κηρέως. * * * η Ι. 1. η κακοσμία του βλάχου 2. η βάναυση… …   Dictionary of Greek

  • βλαχιά — η 1. το σύνολο των βλάχων. 2. μτφ., η άξεστη, ακαλλιέργητη συμπεριφορά, η χωριατιά: Οι τρόποι του έχουν πολλή βλαχιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που …   Dictionary of Greek

  • Megalovlachia — Das Fürstentum Große Walachei nach 1265 Als Megalovlachia (griechisch Μεγαλοβλαχία oder Megáli Vlachía Μεγάλη Βλαχία, deutsch Große Walachei oder Großwlachien, auch Ano Vlachia Άνω Βλαχία ‚Obere Walachei‘) wurde seit dem Spätmittelalter eine …   Deutsch Wikipedia

  • Βλαδιμιρέσκου, Τεοντόρ — (Theodore Vladimirescu, ; – 1821). Ρουμάνος στρατιωτικός, με συμμετοχή στο κίνημα της Μολδοβλαχίας. Γεννήθηκε στο χωριό Μεχωνδίσιο της Μικρής Βλαχίας. Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο υπηρέτησε τους Ρώσους ως αρχηγός εθελοντικού σώματος (1806). Γι’ αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Vlachs — Vlach (  /ˈvlɑː …   Wikipedia

  • Γιουσούφ — I Όνομα ιστορικών προσώπων του μουσουλμανικού κόσμου. 1. Ιμπν Αμπντ αλ Ραχμάν αλ Φιχρί (8ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος Μαυριτανός κυβερνήτης της Ισπανίας (747 756). Το 756 επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να υπερασπίσει την Κόρντομπα από τον Αμπντ αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γκίκας — I Φαναριώτικη οικογένεια αλβανικής καταγωγής. Πολλά από τα μέλη της τιμήθηκαν με σημαντικά αξιώματα από τους σουλτάνους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από τους πρώτους κιόλας αιώνες μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. 1. Γεώργιος Ματθίας (1590 – …   Dictionary of Greek

  • Ματθαίος — I (ο ευαγγελιστής, 1ος αι. μ.Χ.). Ένας από τους δώδεκα αποστόλους του Ιησού. Παρότι δεν υπάρχουν ασφαλείς ιστορικές πληροφορίες για τη ζωή του, εικάζεται ότι καταγόταν από τη Γαλιλαία και προερχόταν από εύπορη οικογένεια, καθώς και ότι ασκούσε το …   Dictionary of Greek

  • Great Wallachia — (Greek: polytonic|Μεγάλη Βλαχία Megáli Vlachía ; Romanian: Vlahia Mare ), also Thessaly Wallachia , was a medieval state (12th and 13th century) of the Aromanian (Vlach) shepherds, which included the mountains of Thessaly in Greece, the southern… …   Wikipedia

  • φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»